- συνέβρεμε
- σύν-βρέμωroarimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμβρέμω — Α ηχώ δυνατά μαζί με άλλον («ἥ τε θάλασσα συνέβρεμε καὶ ὁ οὐρανὸς συνεπήχει», Δίων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + βρέμω «ηχώ, βουίζω»] … Dictionary of Greek